- εγκαθισμός
- ἐγκαθισμός, ο (AM)1. εγκάθισμα2. ενέδρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαθισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθισμούς — ἐγκαθισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθισμῷ — ἐγκαθισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθισμόν — ἐγκαθισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)